Λαμπραντόρ

Λαμπραντόρ
(Labrador). Χερσόνησος (1.620.000 τ. χλμ., περ. 20.000 κάτ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του Καναδά, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας του Κεμπέκ και της Νέας Γης. Εκτείνεται ανάμεσα στον Ατλαντικό ωκεανό, στον πορθμό Χάντσον και στον πορθμό Ντέιβις. Το Λ. είναι το απώτατο ανατολικό σημείο της καναδικής χερσονήσου και στο έδαφός του βρίσκεται το όρος Τόρνγκατ (1.800 μ.), το ψηλότερο τμήμα της χώρας. Η περιοχή, διάσπαρτη από λίμνες και έλη, διατρέχεται από πολλούς ποταμούς. Το κλίμα είναι πολύ ψυχρό και η βλάστηση φτωχή και σπάνια. Οι όχθες της χερσονήσου είναι απόκρημνες και σχηματίζουν βαθιά φιόρδ. Οι κάτοικοι, Εσκιμώοι και λευκοί, είναι συγκεντρωμένοι κυρίως κατά μήκος των μεσημβρινών ακτών και ασχολούνται με το κυνήγι (εμπόριο γούνας), την αλιεία και την εκτροφή ταράνδων. Το Λ. είναι πλούσιο σε μεταλλεύματα, ιδιαίτερα σε σίδηρο (λίμνη Κνομπ, Μεγάλοι Καταρράκτες), και τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται συστηματική εκμετάλλευση του υπεδάφους. Ιστορία. Πρώτοι πλησίασαν το Λ. οι Βίκινγκς και οι Νορμανδοί τον 11o αι., ενώ οι αδελφοί Κάμποτ το ανακάλυψαν το 1497. Αργότερα το επισκέφθηκαν ο Κόρτε Ρεάλ (1500) και ο Ζακ Καρτιέ (1534), ο οποίος μάλιστα το κατέκτησε για λογαριασμό της Γαλλίας. Στα παράλιά του έφταναν συχνά Βάσκοι και στη συνέχεια Γάλλοι και Πορτογάλοι ψαράδες για να ψαρέψουν και δημιουργήθηκαν εκεί εμπορικοί σταθμοί για το εμπόριο των γουναρικών και ψαριών. Το Λ. παραχωρήθηκε διαδοχικά στην Αγγλία με τη συνθήκη του Παρισιού (1763), στον Καναδά (1774) και, τέλος, στη Νέα Γη (1809). Τον 19o αι. ιδρύθηκαν μόνιμοι εμπορικοί σταθμοί (Μπατλ Χάρμπορ, Νέιν, Χοουπντέιλ) και πραγματοποιήθηκαν οι αποστολές των πρώτων ευαγγελιστών ιεραποστόλων. Με την απόφαση του ιδιαίτερου συμβουλίου της Αγγλίας (1927) ρυθμίστηκε οριστικά η διένεξη σχετικά με τα σύνορα του Λ. ανάμεσα στη Νέα Γη και στο Κεμπέκ και αποδόθηκαν στη Νέα Γη τα παράλια του βορειοανατολικού Λ., του πορθμού της Μπελ-Άιλ στο ακρωτήριο Τσίντλεϊ, μαζί με τα λεκανοπέδια των ποταμών που εκβάλλουν σε αυτή την περιοχή. Από το 1949 η Νέα Γη και το τμήμα αυτό του Λ. αποτελούν καναδική επαρχία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα (Νέο Κεμπέκ ή Ουνγκάβα) ανήκει στην επαρχία του Κεμπέκ. ρεύμα του Λ. Ψυχρό ρεύμα του Ατλαντικού, που προέρχεται από τον Αρκτικό (Βόρειο Παγωμένο) ωκεανό και ρέει κατά μήκος των ακτών της χερσονήσου του Λ. Μεταφέρει παγόβουνα έως τον νότο της Νέας Γης, ενώ τα νερά του σχηματίζουν ζωηρή αντίθεση με τα νερά του θερμού ρεύματος του Κόλπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Βίκινγκς ή Νορμανδοί — Οι κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών που, ως θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έμποροι, εξορμούσαν στις θάλασσες και στις ακτές της βόρειας Ευρώπης από τον 7o έως τον 11o αι., φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Λαμπραντόρ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… …   Dictionary of Greek

  • λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • φιορδ — Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”